υδραλαζίνη

υδραλαζίνη
η, Ν
(φαρμ.) κοινή ονομασία τής 1-υδραζινοφθαλαζίνης, που χρησιμοποιείται ως αντιυπερτασικό φάρμακο με τη μορφή τού υδροχλωριδίου της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydralazine (< υδρ[ο]-*) + (φθ)αλαζίνη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγγειοδιασταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν χαλάρωση στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η διάμετρός τους. Διακρίνονται σε ομάδες ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους. 1. Ουσίες που δρουν άμεσα στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”